επιτροπικός

επιτροπικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στον επίτροπο ή στη δικαιοδοσία του, που είναι του επίτροπου.
2. το ουδ. ως ουσ., επιτροπικό, α. το έγγραφο με το οποίο κάποιος διορίζεται επίτροπος. β. ιδιαίτερος χώρος μες στην εκκλησία ή δίπλα σ' αυτή που τον χρησιμοποιεί η ενοριακή επιτροπή (οι επίτροποι).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτροπικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτροπικός — ή, ό (AM ἐπιτροπικός, ή, όν) [επίτροπος] μσν. νεοελλ. 1. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιτροπική, τὸ ἐπιτροπικόν α) η δικαιοδοσία, η εξουσία τού επιτρόπου, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα β) το έγγραφο με το οποίο διορίζεται κάποιος επίτροπος… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιτροπικῶν — ἐπιτροπικός of fem gen pl ἐπιτροπικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροπικαί — ἐπιτροπικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροπικοῖς — ἐπιτροπικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροπικούς — ἐπιτροπικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροπικῆς — ἐπιτροπικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροπικήν — ἐπιτροπικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροπικῶς — ἐπιτροπικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτροπικῷ — ἐπιτροπικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”